Η Μαργαρίτα που ήθελε να είναι τριαντάφυλλο

Η άνοιξη είχε φτάσει για τα καλά. Ο ήλιος ζέσταινε απαλά τη γη, σκορπίζοντας χρυσαφένιες ακτίνες πάνω στα λιβάδια. Ο αέρας ήταν γεμάτος από το άρωμα των λουλουδιών, και πολύχρωμες πεταλούδες χόρευαν παιχνιδιάρικα στον ουρανό.

Στην καρδιά ενός καταπράσινου λιβαδιού, γεμάτο λουλούδια όλων των χρωμάτων, ζούσε μια μικρή μαργαρίτα. Τα πέταλά της ήταν λευκά σαν το χιόνι, και η καρδιά της λαμπερή και κίτρινη σαν τον ήλιο. Ήταν τρυφερή και ευγενική, όμως βαθιά μέσα της έκρυβε μια μικρή στενοχώρια.

Κάθε πρωί, καθώς η πρωινή δροσιά γλιστρούσε πάνω της, κοιτούσε λίγο πιο πέρα, εκεί που στεκόταν αγέρωχα ένας θάμνος γεμάτος τριαντάφυλλα. Ήταν ψηλά, κατακόκκινα, με πέταλα τόσο βελούδινα που έμοιαζαν ζωγραφισμένα από τον ίδιο τον ουρανό.

«Είναι τόσο όμορφα… τόσο εντυπωσιακά! Όλοι τα κοιτούν, τα θαυμάζουν! Αν ήμουν τριαντάφυλλο, θα με αγαπούσαν κι εμένα!» σκεφτόταν η Μαργαρίτα, νιώθοντας την μικρή της στεναχώρια να μεγαλώνει.

Προσπαθούσε να σηκώσει τα πέταλά της ψηλότερα, να σταθεί με χάρη, να γίνει εξίσου εντυπωσιακή, αλλά όσο κι αν προσπαθούσε, ήταν πάντα μια μαργαρίτα.

Ένα πρωινό, ο άνεμος άρχισε να φυσάει απαλά, χορεύοντας παιχνιδιάρικα ανάμεσα στα λουλούδια. Χάιδευε τα πέταλά τους και τους τραγουδούσε το τραγούδι της άνοιξης. Όταν έφτασε στη Μαργαρίτα, την είδε σκυθρωπή και σταμάτησε δίπλα της.

«Τι έχεις, μικρή μου;» τη ρώτησε με τρυφερή φωνή.

Η Μαργαρίτα αναστέναξε.

«Δεν θέλω να είμαι μαργαρίτα… Θέλω να είμαι ένα πανέμορφο τριαντάφυλλο! Κανείς δεν με προσέχει…»

Ο άνεμος γέλασε απαλά, ανασηκώνοντας με παιχνιδιάρικο τρόπο τα πέταλά της.

«Είσαι σίγουρη; Για κοίτα γύρω σου!» της είπε με μυστηριώδη φωνή και φύσηξε λίγο πιο δυνατά, κάνοντάς τη να κοιτάξει το λιβάδι με άλλα μάτια.

Η Μαργαρίτα κοίταξε γύρω της προσεκτικά.

Είδε μέλισσες να χορεύουν πάνω στα πέταλά της, ρουφώντας το γλυκό της νέκταρ.

Είδε παιδιά να μαζεύουν μαργαρίτες, πλέκοντάς τες σε στεφάνια, φορώντας τα στα κεφαλάκια τους και γελώντας γεμάτα χαρά.

Δίπλα της, ένα μικρό σκαθάρι σκαρφάλωσε πάνω στο κοτσάνι της και της ψιθύρισε:

«Λατρεύω να ξεκουράζομαι στα απαλά σου φύλλα! Αν δεν ήσουν εδώ, πού θα έβρισκα καταφύγιο;»

Η Μαργαρίτα ένιωσε την καρδιά της να ζεσταίνεται.

Δεν ήταν άχρωμη. Δεν ήταν ασήμαντη.

Ήταν μοναδική, όπως όλα τα λουλούδια γύρω της.

Ο άνεμος φύσηξε απαλά και της ψιθύρισε με τρυφερότητα:

«Όταν αγαπάς τον εαυτό σου, λάμπεις πιο πολύ από κάθε λουλούδι.»

Και η Μαργαρίτα, για πρώτη φορά, άνθισε πιο φωτεινή από ποτέ.

Δεν ήθελε να αλλάξει.

Στεκόταν περήφανη, απλώνοντας τα πέταλά της στον ήλιο, ξέροντας πως η αξία της δεν κρινόταν από το τι έμοιαζε, αλλά από το τι ήταν.

Και από εκείνη τη μέρα, κάθε άνοιξη, οι μαργαρίτες στο λιβάδι χορεύουν περήφανα στον άνεμο, θυμίζοντας σε όλους πως η ομορφιά βρίσκεται μέσα μας.

 

ΤΕΛΟΣ

 

Η Μπουρμπουλήθρα Καβάλας

Λένια Πασχαλίδου

Παιδαγωγός – Ανιματέρ παιδικών πάρτι

 

Σχόλια

Δεν υπάρχουν Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *