Φίλοι από φόβο
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μικρή φωλιά κάτω από το ξύλινο πάτωμα ενός σπιτιού, ζούσε ένα μικρό ποντικάκι, ο Φίφο. Ήταν γρήγορο, παιχνιδιάρικο, αλλά είχε έναν μεγάλο φόβο: τους ανθρώπους!
«Μαμά, αν μας δει κανένας άνθρωπος;» ρώτησε ένα βράδυ, καθώς κουλουριαζόταν δίπλα στη Μαμά ποντίκω.
«Οι άνθρωποι είναι τεράστιοι! Μεγάλα πόδια, μεγάλα χέρια! Τι κι αν μας κυνηγήσουν;»
Η μαμά του χαμογέλασε. «Οι άνθρωποι μας φοβούνται όσο τους φοβόμαστε κι εμείς, Φίφο μου».
«Αποκλείεται!» είπε το ποντικάκι.
Όμως, την επόμενη κιόλας μέρα, ανακάλυψε κάτι παράξενο.
Καθώς τρύπωσε στην κουζίνα για να ψάξει λίγα ψίχουλα, ένα αγόρι μπήκε μέσα. Ήταν ο Τίμι. Μόλις είδε τον Φίφο, τα μάτια του γούρλωσαν και άφησε μια δυνατή κραυγή.
«Ένα ποντίκι!» φώναξε και πετάχτηκε πάνω στην καρέκλα.
Ο Φίφο τρόμαξε τόσο πολύ που πήδηξε πίσω από ένα κουτί μπισκότων.
Για λίγα δευτερόλεπτα, κανείς δεν κουνήθηκε. Ο Τίμι κοίταζε το κουτί μπισκότων με τρόμο, ενώ ο Φίφο έριχνε δειλές ματιές προς το μέρος του αγοριού.
«Θα… θα με φας;» ρώτησε ξαφνικά ο Τίμι, τρέμοντας.
Ο Φίφο ανοιγόκλεισε τα μάτια του. «Εγώ να σε φάω; Μα είσαι τεράστιος!»
«Κι εσύ είσαι μικρός και τρομακτικός!» απάντησε ο Τίμι, κάνοντας μια γκριμάτσα.
Ο Φίφο κούνησε τη μουσούδα του. «Δε θέλω να σε τρομάξω… Απλώς ήρθα για μερικά ψίχουλα».
Ο Τίμι κατέβασε δειλά τα πόδια του από την καρέκλα. «Εμένα μου λένε ότι τα ποντίκια είναι βρώμικα και κουβαλάνε ασθένειες».
«Και εμένα μου λένε ότι οι άνθρωποι κυνηγούν τα ποντίκια και τα διώχνουν», είπε ο Φίφο, χαμηλώνοντας τα αυτιά του.
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Μετά, ο Τίμι πήρε ένα μπισκότο, το έσπασε και άφησε το μισό μπροστά στον Φίφο.
«Αν δε σε φοβόμουν τόσο, ίσως να ήμασταν φίλοι», είπε διστακτικά.
Ο Φίφο πλησίασε και δάγκωσε ένα μικρό κομματάκι. «Κι εγώ το ίδιο σκέφτομαι», είπε μασουλώντας.
Από εκείνη τη μέρα, κάθε βράδυ, ο Τίμι άφηνε ψίχουλα κοντά στο τραπέζι. Και ο Φίφο ερχόταν πάντα να τα πάρει. Σιγά σιγά, άρχισαν να μιλούν όλο και περισσότερο, και ο φόβος έγινε γέλιο, ιστορίες και φιλία.
Μερικές φορές, ο μεγαλύτερος φόβος μας κρύβει έναν φίλο που περιμένει να τον γνωρίσουμε.
Καληνύχτα και όνειρα γλυκά!
ΤΕΛΟΣ.
Γεωργιάδου Τζένη